- διστομίαση
- ηπαρασιτική νόσος τών μυρηκαστικών, την οποία προκαλούν τα παράσιτα δίστομα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διστομίαση — η ασθένεια του ήπατος, κοινή σε ανθρώπους και ζώα, κλαπάτσα, βούρλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διστομίδες — (distomidae). Οικογένεια τρηματοειδών πλατυέλμινθων σκουληκιών, που περιλαμβάνει τα παρασιτικά σκουλήκια. Τα κυριότερα γνωρίσματα των σκουληκιών της οικογένειας αυτής είναι το λογχοειδές μακρύ τους σώμα με δύο εκμυζητικά όργανα, ένα στοματικό και … Dictionary of Greek
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
αβδέλλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.300 μ., 448 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στις πλαγιές της Πίνδου. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. * * * η 1. υδρόβιος δακτυλιοσκώληκας (βλ. βδέλλα) 2. κν. ονομ. με την οποία είναι γνωστή, σε ορισμένες… … Dictionary of Greek
αβδέλλιασμα — το [αβδελλιάζω] 1. η εμφάνιση βδελλών (ιδιαίτ. στα στάσιμα νερά) 2. η απομύζηση, το ρούφηγμα τού αίματος από βδέλλες 3. η ασθένεια διστομίαση 4. σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου με σιδερένια ελάσματα … Dictionary of Greek
αβδελλιάζω — [αβδέλλα] 1. γεμίζω βδέλλες «το νερό αβδέλλιασε» 2. προσβάλλομαι από διστομίαση, «κλαπατσιάζω» 3. κάνω αφαίμαξη χρησιμοποιώντας βδέλλες … Dictionary of Greek
βούρλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 44 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κέχρου. * * * η [βουρλαίνω] 1. τρέλα, μούρλια 2. η νόσος των προβάτων διστομίαση, κλαπάτσα … Dictionary of Greek
επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… … Dictionary of Greek
κλαπάτσα — και χλαπάτσα, η κοινή ονομασία τής νόσου τών μηρυκαστικών διστομίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρωμουν. (κουτσοβλάχ.) galbeatsa ή ρουμ. gălbează] … Dictionary of Greek
ξεβδέλλιασμα — και ξαβδέλλιασμα, το [ξεβδελλιάζω] θεραπεία τής νόσου τών προβάτων διστομίαση … Dictionary of Greek